ομφάλειος

ομφάλειος
ὀμφάλειος (Α) [ομφαλός]
(κατά τον Φώτ.) «εἶδος σύκου, ἰσχάδος».

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ομφαλόεις — ὀμφαλόεις, εσσα, εν (Α) 1. αυτός που έχει ομφαλό, δηλ. ομφαλοειδή προεξοχή ή στρογγυλό κόσμημα, ο ομφαλωτός («ἀσπίδος ὀμφαλοέσσης», Ομ. Ιλ.) 2. φρ. «οἰμωγάς ᾄδων, καὶ ταύτας ὀμφαλοέσσας» αστεϊσμός τού Αριστοφ. κατά κωμική μεταφορά από το «ἀσπίδας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”